- εὔχετ'
- εὔχετο , εὔχομαιprayimperf ind mp 3rd sgεὔχεται , εὔχομαιpraypres ind mp 3rd sgεὔχετο , εὔχομαιprayimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Jupiter und Antiope — Antoine Watteau: Jupiter und Antiope, um 1714 1719 Jupiter und Antiope ist der Titel sowie das Thema von Gemälden der Historienmalerei unterschiedlicher Künstler. Es basiert auf der aus dem antiken Griechenland stammenden Geschichte der… … Deutsch Wikipedia
AMPHION — I. AMPHION Hypsonis Pellaei fil. ex Argonautis unus, ftatri Deucalioni adeo vultu similis, ut ne Pater dignoscere potuerit. Val. Flacc. l. 1. v. 367. II. AMPHION fil. Iasii, imperavit Orchomeniis, Minyis, et Pyliis, teste Leontiô, aliô nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
ερισθενής — ἐρισθενής, ές (Α) (για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμος («Διός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» καυχιέται ότι είναι γιος τού μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.) επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ευαγρώ — εὐαγρῶ, έω (Α) [εύαγρος] 1. έχω καλή άγρα, πιάνω πολύ κυνήγι («ὅταν εὐαγρήσωσι, θύειν τῷ θεῷ», Αθήν.) 2. (στην προστ. με ευχετ. ή ειρων. σημ.) εὐάγρει άντε ψάρευε … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek